ΛΕΞΙΚΟ



Στο παρακάτω Λεξικό γίνεται μια προσπάθεια να αποδοθούν περιληπτικά και με κατανοητό τρόπο κάποιοι ιατρικοί όροι που χρησιμοποιούνται συχνά στην ειδικότητα της Ωτορινολαρυγγολογίας.     

Α
Αγευσία: η απώλεια της γεύσης
Αγκυλογλωσσία: αδυναμία της γλώσσας να βγει από το στόμα λόγω ενός βραχύ χαλινού (χαλινός λέγεται η ταινία που βρίσκεται στην κάτω επιφάνεια της γλώσσας και την ενώνει με το έδαφος του στόματος)  
Αδενοειδείς εκβλαστήσεις ή Κρεατάκια: λεμφικός ιστός στο πίσω μέρος της μύτης. 
Ακοόγραμμα: μέθοδος εξέτασης της ακοής
Ακουστική αντίληψη: η ικανότητα του εγκεφάλου να αναγνωρίζει, να συνδυάζει και να προσδίδει νόημα σε κάθε ηχητικό ερέθισμα
Ακουστικό νευρίνωμα: καλοήθης όγκος, που προσβάλλει τα νεύρα της ισορροπίας και της ακοής (αιθουσαίο και ακουστικό νεύρο) στην βάση του εγκεφάλου, και προκαλεί προοδευτική απώλεια της ακοής, εμβοές και/ή ίλιγγο 
Αμυγδαλές: λεμφικός ιστός εκατέρωθεν στο βάθος του στόματος
Ανοσμία: η απώλεια της αίσθησης της όσφρησης
Ατρησία ρινικής χοάνης: ανατομική ανωμαλία κατά την οποία απουσιάζει, κατά την γέννηση, το άνοιγμα στο πίσω μέρος της μύτης. Τα μωρά που γεννιούνται με αυτό το πρόβλημα δεν μπορούν να αναπνεύσουν από την μύτη. Χρήζει άμεσης χειρουργικής αποκατάστασης όταν και το δυο ρουθούνια είναι κλειστά 
Αυτοάνοση βαρηκοΐα  όταν το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει, μη φυσιολογικά, αντισώματα τα οποία στρέφονται κατά του ίδιου του οργανισμού, επηρεάζοντας φυσιολογικές λειτουργίες του, όπως και την ακοή
Αφασία: η ολική ή μερική απώλεια της ομιλίας ή της κατανόησης του λόγου. Συνήθως μετά από κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο ή κρανιοεγκεφαλική κάκωση
Αφωνία: η απώλεια της φώνησης

B
Βαρότραυμα: τραυματισμός του μέσου ωτός που προκαλείται από την μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης (π.χ. κατά την προσγείωση του αεροπλάνου, κατά την κατάδυση κτλ)

Γ
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση: η μετακίνηση του υγρού του στομάχου προς τα πάνω στον οισοφάγο, προκαλώντας οπισθοσθερνικό καύσο (καούρες) και μακροχρόνιες βλάβες 

Δ
Δυσγευσία: διαταραχή της γεύσης
Δυσφαγία: δυσκολία στην κατάποση
Δυσλεξία: μαθησιακή διαταραχή που συνοδεύεται από πρόβλημα στην ανάγνωση, το γράψιμο, την συλλάβιση ή την αριθμητική 

Ε
Έξω ή εξωτερικό αυτί: αποτελείται από το πτερύγιο, και τον ακουστικό πόρο
Εξωτερική ωτίτιδα: φλεγμονή του δέρματος του έξω αυτιού (γνωστή και ως "swimmer's ear")
Επίσταξη: ρινορραγία, αιμορραγία από την μύτη
Ευσταχιανή σάλπιγγα: ένα σωληνάκι που φέρνει σε επικοινωνία το μέσο αυτί με την μύτη-ρινοφάρυγγα. Η απόφραξή της δημιουργεί προβλήματα όπως π.χ. η εκκρητική ωτίτιδα δηλ. παρουσία υγρού στο μέσο αυτί

Ζ

Η

Θ

Ι
Ισορροπία: το βιολογικό σύστημα που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε ανά πάση στιγμή την θέση μας στον περιβάλλοντα χώρο και  να διατηρούμε την επιθυμητή στάση στο σώμα μας. Η φυσιολογική ισορροπία εξαρτάται από τις πληροφορίες που λαμβάνει ο λαβύρινθος στο έσω ούς, καθώς και από την όραση, την αφή και το μυοσκελετικό σύστημα

Κ
Κινήτωση (ταξιδιωτική ναυτία): συμπτώματα όπως π.χ. ναυτία, έμετος, ζάλη, εφίδρωση κατά την κίνηση π.χ. με αυτοκίνητο, πλοίο κ.τ.λ.  
Κοχλίας: ανατομική δομή σε σχήμα σαλιγκαριού στο έσω ούς, που αποτελεί το όργανο της ακοής 
Κοχλιακό εμφύτευμα: ηλεκτρονική συσκευή αποκατάστασης της ακοής. Εμφυτεύεται χειρουργικά στο μέσο ούς, διεγείροντας απευθείας το ακουστικό νεύρο.Ενεργοποιείται από μια συσκευή που φοριέται εξωτερικά στο αυτί. Χάρη στα κοχλιακά εμφυτεύματα πολλά παιδιά αλλά και ενήλικες που δεν είχαν ακούσει ποτέ, έμαθαν να ακούν και να μιλούν
Κυψελίδα: κιτρινωπό έκκριμα του ακουστικού πόρου του αυτιού(κερί)

Λ
Λαβύρινθος: το όργανο της ισορροπίας που βρίσκεται στο έσω αυτί. Αποτελείται από τους τρεις ημικύκλιους σωλήνες και την αίθουσα
Λαρυγγίτιδα: βραχνάδα ή πλήρης απώλεια της φωνής, λόγω ερεθισμού των φωνητικών χορδών
Λαρυγγομαλακία: συγγενής ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από την χαλαρότητα των μαλακών ιστών που βρίσκονται πάνω από τις φωνητικές χορδές, και κάνει το παιδί να παράγει έναν τραχύ ήχο όταν αναπνέει και εντονότερα όταν τρώει

Μ
Μαστοειδές: το οστό που βρίσκεται πίσω από το αυτί
Meniere νόσος: πάθηση του έσω αυτιού που επηρεάζει την ακοή και την ισορροπία. Προκαλεί ίλιγγο, βαρηκοΐα, εμβοές και αίσθημα πληρότητας στο αυτί 
Μέση Ωτίτιδα: η φλεγμονή του μέσου ωτός, πίσω από την τυμπανική μεμβράνη.
Μετάσταση: η απομακρυσμένη ανάπτυξη ενός κακοήθους όγκου

Ν
Νευρίτιδα αιθουσαία: φλεγμονή, συνήθως ιογενής, του αιθουσαίου νεύρου, του νεύρου της ισορροπίας. Εκδηλώνεται με έντονη ιλιγγική συνδρομή και συμπτώματα ίωσης (πυρετό, ρινικη καταρροή, καταβολή)
Ντεσιμπέλ (Decibel ή dB): μονάδα μέτρησης της έντασης του ήχου 

Ξ
Ξηροστομία: ξηρότητα του στόματος. Μπορεί να οφείλεται σε φάρμακα ή κάποια συστηματική πάθηση π.χ. σακχαρώδης διαβήτης

Ο
Οστάρια ακουστικά: τρία μικρά οστά που βρίσκονται στο μέσο αυτί (η σφύρα, ο άκμονας και ο αναβολέας) και βοηθούν στην μετάδοση του ήχου

Π
Παρωτίδα: ένας από τους τρεις μείζονες σιαλογόνους αδένες δηλ. τους αδένες που παράγουν το σάλιο. Βρίσκονται μπροστά από το αυτί σε κάθε πλευρά
Πρεσβυακουσία: η προοδευτική μείωση της ακοής με την πάροδο της ηλικίας, λόγω της εκφύλισης του μέσου και έσω αυτιού 

Ρ
Ρινόρροια: η εκροή υγρού από την μύτη, καταρροή 

Σ
Σύνδρομα:
Alport: κληρονομική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πρόβλημα στα νεφρά, νευροαισθητήριο βαρηκοΐα και οφθαλμικές βλάβες
Usher: κληρονομική πάθηση που επηρεάζει την ακοή, την όραση και κάποιες φορές και την ισορροπία
Συριγμός: χαρακτηρίζει την παραγωγή θορύβου κατά την αναπνοή, και εμφανίζεται σε φλεγμονή ή στένωση του λάρυγγα και της τραχείας (π.χ. λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα, βρογχικό άσθμα)


Τ
Τραχειοστομία: η επείγουσα χειρουργική επέμβαση για την δημιουργία ενός ανοίγματος στην τραχεία για να μπορέσει ο ασθενής να αναπνεύσει. Έτσι παρακάμπτεται η οποιαδήποτε απόφραξη στην περιοχή του στοματοφάρυγγα και του λάρυγγα 
Τυμπανική μεμβράνη: ημιδιαφανής ινώδης μεμβράνη, που διαχωρίζει το έξω από το μέσο αυτί και βοηθάει στην μετάδοση του ήχου στο έσω αυτί
Τυμπανοπλαστική: η χειρουργική αποκατάσταση μιας διάτρησης της τυμπανικής μεμβράνης

Υ
Υπερώα: η οροφή της στοματικής κοιλότητας
Υπνική άπνοια: απόφραξη της αεροφόρου οδού κατά τον ύπνο, πρακαλώντας ροχαλητό και μακροχρόνιες σοβαρές επιπλοκές. Ονομάζεται και αποφρακτική υπνική άπνοια

Φ
FNA(Fine Needle Aspiration): Βιοψία δια λεπτής βελόνης

Χ
Χολοστεάτωμα: χρόνια φλεγμονή του μέσου αυτιού, που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη επιθηλίων (δέρματος) στο μέσο αυτί. Εκδηλώνεται με χρόνια διαλείπουσα και δύσοσμη εκροή υγρού από το αυτί, και προκαλεί διάβρωση των δομών του αυτιού

Ψ

Ω
Ωτόρροια: η εκροή υγρού από το αυτί
Ωτορραγία: η εκροή αίματος από το αυτί